Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αποτελεί αυξανόμενο πρόβλημα και οι χώρες της ΕΕ δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, εάν ενεργούν μεμονωμένα ή χωρίς συντονισμό. Μία χώρα της ΕΕ δεν μπορεί να αποτρέψει την κυκλοφορία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο χωρίς τη συνεργασία με ιδιωτικούς παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου / εταιρείες του διαδικτύου που δραστηριοποιούνται σε διάφορες χώρες της ΕΕ. Χρειαζόμαστε ένα συνεκτικό σύστημα για ολόκληρη την ΕΕ.
Η προαιρετική καταγγελία της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου διαφέρει ανάλογα με την εταιρεία. Ορισμένοι πάροχοι αναλαμβάνουν ολοκληρωμένη δράση. Άλλοι δεν προβαίνουν σε καμία ενέργεια. Αυτά τα κενά όσον αφορά τις καταγγελίες σημαίνουν ότι η κακοποίηση συνεχίζεται χωρίς να εντοπίζεται. Καθώς ο εντοπισμός είναι προαιρετικός, οι εταιρείες μπορούν να αποφασίσουν να αλλάξουν τις πολιτικές τους ανά πάσα στιγμή, παρεμποδίζοντας τις προσπάθειες των αρχών για καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Με τη νέα αυτή νομοθεσία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ως στόχο να διασφαλίσει την αποτελεσματική συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ για να κρατήσει τα παιδιά ασφαλή από τους θηρευτές στο διαδίκτυο, να προσάγει τους δράστες στη δικαιοσύνη και να παράσχει έγκαιρη και επαρκή στήριξη στα θύματα.
Οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου είναι συχνά οι μόνοι που μπορούν να εντοπίσουν την κακοποίηση, η οποία δεν είναι εμφανής στο ευρύ κοινό, στα δίκτυα των δραστών που μπορεί να περιλαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες. Εάν οι πάροχοι υπηρεσιών αγνοήσουν αυτό το γεγονός, κανείς άλλος πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να εντοπίσει την κακοποίηση και να βοηθήσει τα θύματα. Ήδη σήμερα σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, έως και το 80 % των ερευνών διενεργείται λόγω καταγγελιών από παρόχους υπηρεσιών.
Το διαδίκτυο έχει δώσει στους δράστες έναν νέο τρόπο προσέγγισης των παιδιών. Οι θηρευτές έρχονται σε επαφή με τα παιδιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις πλατφόρμες παιχνιδιών και τις διαδικτυακές συνομιλίες και τα παρασύρουν σε παραγωγή αποκαλυπτικών εικόνων ή σε συναντήσεις εκτός διαδικτύου. Τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο από ποτέ, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο να έρθουν σε επαφή με θηρευτές στο διαδίκτυο. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες υπηρεσίες δεν κάνουν διάκριση μεταξύ παιδιών και ενήλικων χρηστών και αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν εξοικειωμένους με το διαδίκτυο ώριμους ενήλικες, ικανούς να προστατεύσουν τον εαυτό τους, κάτι που προφανώς δεν ισχύει. Πολλές υπηρεσίες εθελοτυφλούν ως προς την ακατάλληλη χρήση των πλατφορμών τους όπου κοινοποιούνται εικόνες και βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Ο εντοπισμός της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών θα ακολουθεί στενά τους υφιστάμενους κανόνες για την προστασία των δεδομένων και τους κανόνες για την προστασία του ιδιωτικού χαρακτήρα της επικοινωνίας. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων. Η προτεινόμενη νομοθεσία ενσωματώνει εγγυήσεις σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η νέα πρόταση ορίζει ότι τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τον εντοπισμό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία. Κατ’ αρχήν, τα δεδομένα διαγράφονται αμέσως και για πάντα, εκτός εάν είναι απολύτως αναγκαία για τους σκοπούς που παρατίθενται στον κανονισμό.
Ο κανονισμός περιλαμβάνει εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι τα συστήματα εντοπισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τον εντοπισμό και την καταγγελία περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο, καθώς και για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της δικαστικής προσφυγής. Το κέντρο της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αποτελεί βασική εγγύηση που θα διασφαλίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας εντοπισμού και θα διευκολύνει την πρόσβαση σε τεχνολογία εντοπισμού όσο το δυνατόν λιγότερο παρεμβατικής στην ιδιωτική ζωή.
Τέλος, η πρόληψη της κυκλοφορίας υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αποσκοπεί στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων και στην εξάλειψη μιας διαρκούς πηγής τραύματος για αυτά.
The companies that receive a detection order by a court will be required to use state-of-the-art technologies that are the least privacy-intrusive, limiting the error rate of false positives to the maximum extent possible.
Technologies that can ensure effective detection without substantially undermining the privacy of electronic communication exist. As there are 3 types of child sexual abuse material to be detected, we will list examples down below for: known material, new material, grooming.
- Detection of known child sexual abuse material relies on Photo DNA technology.
Photo DNA technology consists of converting a previously flagged image into a unique (and non-recoverable) identifier. This process is built on the similar concept of digital fingerprinting as originally developed for application in the detection of malware and copyrighted content. - Detection of new child sexual abuse and grooming relies on artificial intelligence classifiers.
These classifiers are trained on databases of known child sexual abuse material and confirmed grooming conversations and develop the capacity to identify analogous images, videos or conversations. Artificial intelligence classifiers are set to detect material that corresponds to new child sexual abuse material or grooming with a predetermined rate of likelihood. Therefore, it is perfectly possible to instruct them to only detect material that has an extremely high chance of being CSA. - The flagging of potential grooming conversations would occur based on artificial intelligence classifiers trained on confirmed grooming.
Grooming detection exists already and has proven reliable. Grooming detection will be subject to strict performance safeguards in particular in terms of the accuracy rate. Technologies are currently at the basis of content moderation and are already widely used, for example on gaming sites, where adult offenders often target children.
All reports sent by service providers would be reviewed at the level of the EU Centre, so that providers are given feedback on inaccurate detection and can further refine their detection tools.
Το κέντρο της ΕΕ θα συνεργάζεται με εταιρείες και τις αρχές επιβολής του νόμου με σκοπό να τις βοηθήσει να ανταλλάσσουν πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές, εξασφαλίζοντας εποπτεία, διαφάνεια και λογοδοσία. Το κέντρο θα υποστηρίξει:
- τις εταιρείες, παρέχοντάς τους βάση δεδομένων που περιλαμβάνει δείκτες για τον εντοπισμό της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο·
- τις αρχές επιβολής του νόμου, ώστε να μπορούν να ενεργούν επί των καταγγελιών και να σώζουν παιδιά·
- τις χώρες της ΕΕ στην πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο και τη στήριξη των θυμάτων.
Το κέντρο θα συνεργάζεται επίσης με εταίρους εκτός της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων παρόμοιων κέντρων στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Μάθετε περισσότερα για το κέντρο της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Η οδηγία αποσκοπεί στην εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας των χωρών της ΕΕ, ενώ ο προτεινόμενος κανονισμός θα είναι άμεσα εφαρμοστέος, καθορίζοντας τις αρμοδιότητες των παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει αλληλεπικάλυψη μεταξύ των δύο αυτών πράξεων.
Η νέα πρόταση υποστηρίζει την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης και στήριξης που περιλαμβάνονται στην οδηγία. Αυτός θα είναι ένας από τους βασικούς ρόλους του κέντρου της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Μάθετε περισσότερα για το κέντρο της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεργαστεί με σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για την ενίσχυση της συνεργασίας και της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών στο πλαίσιο του δικτύου επαγγελματιών και ερευνητών για την πρόληψη. Το κέντρο της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στην ενίσχυση των προσπαθειών πρόληψης. Το κέντρο θα συνεργάζεται με το δίκτυο πρόληψης, αλλά θα ενεργεί και ως ομόλογος για παρόμοια κέντρα ανά τον κόσμο.
Εργαζόμαστε επίσης για τη βελτίωση της προστασίας των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση παγκοσμίως μέσω της συνεργασίας με την Παγκόσμια Συμμαχία WeProtect.
Επιπλέον, θα συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πρόληψης.
Εκτός από τη νομοθετική πρόταση, η Επιτροπή θα εγκρίνει επίσης μια ανανεωμένη στρατηγική για ένα καλύτερο διαδίκτυο για τα παιδιά με σκοπό την περαιτέρω στήριξη και προστασία των παιδιών στο διαδίκτυο.
Εάν εγκριθεί, η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες αποσκοπεί στη δημιουργία εναρμονισμένης βάσης για την αντιμετώπιση όλου του παράνομου περιεχομένου εν γένει. Ωστόσο, λόγω του γενικού και οριζόντιου χαρακτήρα της, η πράξη αντιμετωπίζει το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μόνο εν μέρει. Το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και το παράνομο περιεχόμενο στο διαδίκτυο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δυναμικό τρόπο, κατά περίπτωση. Η πρόληψη της διάδοσης και της κυκλοφορίας γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών απαιτεί πιο συστηματική και στοχευμένη προσέγγιση.
Είναι σαφές ότι η προαιρετική προσέγγιση δεν έχει αποτελέσματα. Το 95 % του συνόλου των καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών παγκοσμίως οφείλεται σε μία εταιρεία και το 99 % του συνόλου των καταγγελιών οφείλεται σε πέντε εταιρείες. Εν τω μεταξύ, μόνο στο εθνικό κέντρο των ΗΠΑ για παιδιά που αγνοούνται ή πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης υπάρχουν περισσότερες από 1.600 εγγεγραμμένες εταιρείες.
Ο υποχρεωτικός εντοπισμός αποσκοπεί στη βελτίωση της καταπολέμησης της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αποτελεί επίσης ευκαιρία να καθοριστούν οι ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις καταγγελίες, ώστε να είναι δυνατή η ανάληψη δράσης από τις αρχές επιβολής του νόμου. Αυτό θα μπορούσε να βελτιώσει τα πρότυπα υποβολής καταγγελιών σε παγκόσμιο επίπεδο.